Μία είναι η πόλη, η Πόλη των πόλεων, η Κωνσταντινούπολη.
ISTAΝBUL όπως ονομάζεται σήμερα, από τις λέξεις «εις την πόλη».
Το ταξίδι στην αλησμόνητη πατρίδα ξεκινάει. Καθώς πλησιάζουμε τα διόδια βλέπουμε μία απέραντη πόλη. Παντού καινούργιοι οικισμοί με πανύψηλους ουρανοξύστες, πολυκαταστήματα και τραγική κίνηση, κάτι που σε εκνευρίζει, αφού σε καθυστερεί να φθάσεις στον προορισμό σου.
Μπαίνοντας το πρώτο που συναντάμε είναι τα εντυπωσιακά Θεοδοσιανά τείχη και αυτόματα αναρωτιόμαστε πώς κατάφεραν να μπουν οι εχθροί στην πόλη με μια τέτοια οχύρωση, η οποία θεωρείτο την εποχή εκείνη το καλύτερο οχυρωματικό έργο της Ευρώπης. Θαυμάζουμε τις πύλες των τειχών. «Η πύλη του Ρωμανού», ακούγεται η φωνή του ξεναγού συγκινημένη. «Να και η Κερκόπορτα», συνεχίζει. Τα μάτια και η ψυχή ρουφάνε αυτά που βλέπουν δεξιά και αριστερά, μη θέλοντας να χάσουν απολύτως τίποτα.
Να το Ελληνικό γηροκομείο και νοσοκομείο και λίγο πιο εκεί η Παναγία η Μπαλουκλιώτισσα. Κατεβαίνουμε λίγα σκαλιά και οι θρύλοι ζωντανεύουν στο μυαλό μου. Ακουμπάω σε μια κουπαστή σκάλας και βλέπω το αγίασμα με τα ψάρια, εκεί που ακούστηκε το «Η ΠΟΛΗ ΕΑΛΩ», εκεί που τα ψάρια πήδηξαν απ το τηγάνι και έπεσαν στο νερό.
Βγαίνουμε στην αυλή και βλέπουμε τους τάφους των πατριαρχών και των μεγάλων ευεργετών. Ανάβουμε κερί στην Ζωοδόχο πηγή και συνεχίζουμε. Επόμενη στάση η Παναγία των Βλαχερνών. Εδώ από τα μάτια τρέχουν δάκρυα καθώς ψάλλουμε τον ακάθιστο ύμνο.
Στην πορεία μας βλέπουμε την εντυπωσιακή σχολή του γένους και παραδίπλα το Οικουμενικό πατριαρχείο. Ο Κεράτιος κόλπος, τα τείχη του Κερατίου και δεν χορταίνεις, δεν πιστεύεις ότι είσαι και ζεις έστω και για λίγο σε αυτήν την πόλη.
Σε πολύ λίγο φθάνουμε στην Αγιά Σοφιά. Υποκλίνεσαι σε αυτό το εντυπωσιακό αρχιτεκτονικά οικοδόμημα. Μπαίνοντας μέσα, νομίζεις ότι όπου να ναι θα φανεί ο αυτοκράτορας στην αυτοκρατορική πύλη, πως θα ανοίξει η πύλη για να ξαναζωντανέψει ο δεσπότης και όπου να ναι θα ακούσεις να χτυπάνε οι καμπάνες. Κοιτάς την Παναγία την Βρεφοκρατούσα που σώζεται στο ιερό και νομίζεις ότι στέκεται εκεί στους αιώνες και μας περιμένει. Βγαίνοντας από τον ναό μουρμουρίζω: «κλαίνε, κλαίνε κι οι καμπάνες της Αγιά Σοφιάς».
Πρέπει να ξαποστάσω από την συγκίνηση και την κούραση και μπαίνω στο καράβι. Εκεί χαλαρώνω και ξεκινάω μια όμορφη κρουαζιέρα στον Βόσπορο. Θεέ μου πόση ομορφιά! Η περιοχή «Ορτάκιοι» με το υπέροχο τζαμί, το παλάτι του «Ντολμά Μπαχτσέ», το «Μπεμπέκ» και το «Ρουμελί Χισάρ». Τα μάτια δεν χορταίνουν να θαυμάζουν τις γέφυρες που ενώνουν τις δύο ηπείρους, Ευρώπη και Ασία. Να και ο πύργος του Λέανδρου! Νιώθω κάποιον να με κοιτάει έντονα. Είναι ο Τούρκος καπετάνιος που χαμογελώντας τραγουδάει: «Τούρκος εγώ και εσύ Ρωμιά».
«Θέλω να πιω όλο τον Βόσπορο», λέει το τραγούδι και δεν είναι ψέμα.
Πριν αφήσω το καράβι πίνω το παραδοσιακό τσάι. Στο τέλος πηγαίνω στην συνοικία του Πέραν και περπατάω ανάμεσα από οικοδομήματα που κάποτε ανήκαν σε Έλληνες. Ακούω αμανέδες, ευρωπαϊκή μουσική, ένα κράμα ανατολής και δύσης. Μοσχοβολούν τα μπαχάρια ενώ κάποιοι διαλαλούν το εμπόρευμά τους και εγώ πιάνω τον εαυτό μου να έχει πάρει από πίσω ένα ζευγάρι πού τραγουδάει ένα όμορφο τραγούδι που κάτι μου θυμίζει.
Μου θυμίζει την αλησμόνητη πατρίδα που επισκέφθηκα για λίγο.
Κείμενο: Δαϊρούση Δέσποινα
Φωτογραφίες: Google