Και το παραμύθι αρχίζει κάπως έτσι…
Μια φορά και έναν καιρό, όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά και αισθήματα ζούσαν σε ένα κρυμμένο μέρος στη γη…
Όταν η ανία χασμουρήθηκε για τρίτη φορά, η τρέλα πρότεινε:
“Ελάτε να παίξουμε κρυφτό! Όποιος κρυφτεί καλύτερα θα είναι ο νικητής!”
Η ίντριγκα σήκωσε το δεξί της φρύδι
και η περιέργεια αναρωτήθηκε: “Κρυφτό? Τι παιχνίδι είναι αυτό?”
“Αυτό είναι ένα παιχνίδι”, άρχισε να εξηγεί η τρέλα, “στο οποίο εγώ κλείνω τα μάτια και μετράω μέχρι το εκατομμύριο. Όσο θα μετράω, εσείς θα κρυφτείτε. Όταν τελειώσω με το μέτρημα, αρχίζω να ψάχνω και αυτόν που δεν βρω, αυτός θα είναι και ο νικητής.”
Ο ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει!
Η ευτυχία χοροπήδησε τόσο από τη χαρά της, που έπεισε ακόμη και την αμφιβολία και την απάθεια, τις οποίες δεν ενδιέφερε ποτέ τίποτα.
Αλλά δεν ήθελαν όλοι να παίξουν.
Η αλήθεια ήταν εναντίον του να κρυφτούν, αλλά γενικότερα γιατί να έπαιζε? Έτσι κι αλλιώς πάντα στο τέλος τη βρίσκουν.
Η περηφάνια σκέφτηκε πως είναι χαζή ιδέα, αν και την ταλαιπωρούσε πιο πολύ το ότι δεν ήταν αυτή εκείνη που πρότεινε το παιχνίδι.
Η περίσκεψη δεν ήθελε να ρισκάρει.
“Ένα, δυο, τρία..” άρχισε να μετράει η τρέλα.
Πρώτη κρύφτηκε η τεμπελιά, η οποία όπως πάντα, ξάπλωσε πίσω από την πρώτη πέτρα που βρήκε στο δρόμο.
Η πίστη σκαρφάλωσε σε ένα σύννεφο και η ζήλια κρύφτηκε στη σκιά της επιτυχίας, η οποία κατέβαλε πολλές προσπάθειες για να ανέβει στην κορυφή του πιο ψηλού δέντρου.
Η μεγαλοψυχία δεν μπορούσε να αποφασίσει που θα κρυφτεί, γιατί το κάθε μέρος της φαινόταν ιδανικό για κάποιον από τους φίλους της.
Η ομορφιά πήδηξε στην κρυστάλλινα καθαρή λίμνη και η ντροπή στην κουφάλα ενός δέντρου.
Η γοητεία βρήκε μέρος στο φτερό μιας πεταλούδας και η ελευθερία στην πνοή του ανέμου.
Ο εγωισμός βρήκε κρυψώνα αλλά μόνο για τον εαυτό του!
Το ψέμα κρύφτηκε στο βυθό του ωκεανού (ψέματα, στην άκρη του ουράνιου τόξου) και το πάθος στον κρατήρα του ηφαιστείου.
Η λήθη ξέχασε να κρυφτεί.
Όταν η τρέλα μέτρησε 999.999, η αγάπη ακόμη δεν είχε βρει κρυψώνα, γιατί δεν υπήρχε ούτε μια ελεύθερη. Κοιτάζοντας την τριανταφυλλιά, πήδηξε και κρύφτηκε στα πανέμορφα μπουμπούκια.
“Ένα εκατομμύριο”, φώναξε η τρέλα και άρχισε να ψάχνει.
Πρώτα βρήκε την τεμπελιά πίσω από την κοντινότερη πέτρα.
Αμέσως μετά άκουσε την πίστη να συζητά μαζί με τον Θεό και λίγο αργότερα το πάθος πήδηξε φοβισμένο από τον κρατήρα.
Τυχαία εκεί κοντά βρήκε την ζήλια και φυσικά την επιτυχία.
Τον εγωισμό δεν χρειάστηκε ούτε καν να τον ψάξει. Μόνος βγήκε από την κρυψώνα του, η οποία αποδείχτηκε πως ήταν σφηκοφωλιά.
Από το πολύ ψάξιμο η τρέλα δίψασε και έτσι στη λίμνη βρήκε την ομορφιά.
Με την αμφιβολία της ήταν ακόμη πιο εύκολο, αφού δεν είχε αποφασίσει που θα κρυφτεί και την βρήκε να κάθεται σκεφτική σε μια πέτρα.
Έτσι η τρέλα, έναν έναν τους βρήκε όλους. Το ταλέντο ανάμεσα στα χρυσά στάχυα, την δυσκολία στο καμένο χορτάρι, το ψέμα στην άκρη του ουράνιου τόξου (ψέματα, στο βυθό του ωκεανού!).
Η λήθη είχε ξεχάσει τελείως ότι έπαιζαν!
Μόνο την αγάπη δεν μπορούσε να βρει. Έψαξε κάθε θάμνο και κάθε κορυφή βουνού και όταν ήταν ήδη πολύ θυμωμένη, κοίταξε την τριανταφυλλιά. Μπήκε ανάμεσα στα τριαντάφυλλα, έπιασε ένα ξερό κλαδί και από την οργή της άρχισε να χτυπάει τα πανέμορφα μπουμπούκια. Σε κάποια στιγμή άκουσε ένα κρακ. Το αγκάθι έβγαλε τα μάτια της αγάπης. Η τρέλα δεν ήξερε τι να κάνει. Βρήκε τον νικητή, το αίσθημα όλων των αισθημάτων, αλλά η αγάπη έμεινε τυφλή. Έκλαψε και παρακάλεσε την αγάπη να τη συγχωρήσει και για αντάλλαγμα αυτή αποφάσισε πως για πάντα θα έμενε δίπλα της να την βοηθάει.
Έτσι η αγάπη βγήκε νικητής των αισθημάτων αλλά έμεινε τυφλή και η τρέλα την ακολουθεί όπου κι αν πηγαίνει…